πιττακοφόρος

πιττακοφόρος
ὁ, Μ
ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιττάκ-ιον + συνδετικό φωνήεν -ο- + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”